Όλες οι ρυθμίσεις δανείων και καρτών για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις • Προστασία α' κατοικίας: Νομική υποστήριξη • Ρυθμίσεις βάσει του νέου Πτωχευτικού Κώδικα - Αίτηση για ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών • Προστασία από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς • Ρυθμίσεις οφειλών επιχειρήσεων - Εξωδικαστικός συμβιβασμός • Αναλαμβάνουμε αιτήσεις επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων του Νόμου Κατσέλη • Εξειδικευμένοι οικονομολόγοι και νομικοί • Πληροφορίες στα τηλέφωνα: 210.3300078 - 2155509237 - 210.3300660 και 6945976642.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

«Άφεση» χρέους και ρυθµίσεις αλά καρτ από τις τράπεζες

Ετήσιο «κούρεµα» της οφειλής και γενναίες ρυθµίσεις προτείνουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες που έχουν κόκκινα δάνεια και οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια να ενταχθούν στο νέο θεσµικό πλαίσιο. Στόχος είναι να ρυθµίσουν όσο το δυνατόν περισσότερα προβληµατικά δάνεια των νοικοκυριών, προσφέροντας ελκυστικά πακέτα λύσεων. Το «κούρεµα» ανάλογα µε την εισοδηµατική, περιουσιακή και οικογενειακή κατάσταση του δανειολήπτη µπορεί να φτάσει στο 35% για τα στεγαστικά δάνεια και στο 85% για τα καταναλωτικά.

Οπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη στην «Ημερησία», οι ρυθµίσεις µε ετήσιο «κούρεµα» της οφειλής άρχισαν να εφαρµόζονται από το δεύτερο εξάµηνο του 2018 και τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι αποδίδουν περισσότερο. Επισηµαίνεται ότι τα κόκκινα στεγαστικά που είναι εκτός του νόµου Κατσέλη αλλά και του νέου πλαισίου ανέρχονται σε 10 δισ. ευρώ. Μέχρι τώρα το «κούρεµα» της οφειλής πήγαινε στη λήξη του δανείου και µε την προϋπόθεση ότι ο δανειολήπτης θα ήταν συνεπής στην τήρηση της ρύθµισης.

Με τα νέα προγράµµατα οι τράπεζες διαγράφουν ένα ποσοστό της οφειλής σε ετήσια βάση, δίνοντας έτσι επιπλέον κίνητρο στον δανειολήπτη να τηρεί µε συνέπεια την αποπληρωµή των µηνιαίων δόσεων. Τα αρµόδια τραπεζικά στελέχη εξηγούν ότι η ετήσια «άφεση» χρέους εξαρτάται από το συνολικό οικονοµικό και περιουσιακό προφίλ του κάθε δανειολήπτη, καθώς και από το ύψος του δανείου σε σχέση µε την τρέχουσα αξία του ακινήτου, όταν πρόκειται για δάνεια στέγης. Υπό προϋποθέσεις µπορεί να διαµορφωθεί στο 30% µε 40% του υπολειπόµενου ποσού του δανείου. Σήµερα οι τράπεζες δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στις ρυθµίσεις των στεγαστικών δανείων, καθώς τα «κόκκινα» της κατηγορίας είναι ύψους 28 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 8 δισ. ευρώ βρίσκονται σε καθεστώς νοµικής προστασίας.

Στην κατεύθυνση αυτή οι τράπεζες από διετίας έχουν λανσάρει τα προγράµµατα split-balance, στα οποία ένα µέρος της οφειλής διαχωρίζεται και «παγώνει» µέχρι τη λήξη της διάρκειας του δανείου. Αν η ρύθµιση τηρηθεί, το «παγωµένο» τµήµα του δανείου διαγράφεται. Οι τράπεζες µε επιστολές και τηλεφωνικές κλήσεις καλούν τους δανειολήπτες µε οφειλές σε καθυστέρηση να προχωρήσουν σε ρύθµιση. Μάλιστα έχουν εγκαταστήσει ειδικές εφαρµογές στις ιστοσελίδες τους, όπου ο δανειολήπτης µπορεί να καταχωρίσει συγκεκριµένα στοιχεία -όπως είναι το ύψος και η διάρκεια του δανείου, το ύψος της µηνιαίας δόσης, αλλά και το µηνιαίο εισόδηµά του- και ηλεκτρονικά να έχει εναλλακτικές προτάσεις ρύθµισης από την τράπεζα.


Financial & Law:
Ρυθμίσεις οφειλών για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις - Προστασία από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς - Εξωδικαστικές λύσεις - Έμπειρο νομικό τμήμα.
Τηλέφωνα: 210.3300078 - 215.5509237 - 210.3300660 - 6945976642
Εκδήλωση ενδιαφέροντος με υποβολή φόρμας



Εναλλακτικές λύσεις στην τραπεζική φαρέτρα
Παράλληλα µε το «κούρεµα» και το splitbalance του δανείου, συνδυαστικά εφαρµόζονται και οι εξής λύσεις:

Επιµήκυνση της διάρκειας του δανείου που οδηγεί σε µείωση της µηνιαίας δόσης. Για παράδειγµα, αν η οφειλή από στεγαστικό δάνειο ανέρχεται σε 100.000 ευρώ, η διάρκεια αποπληρωµής της είναι 20 χρόνια και το επιτόκιο είναι 2,20%, η µηνιαία δόση ανέρχεται σε 515 ευρώ. Αν η διάρκεια του δανείου παραταθεί στα 40 χρόνια συνολικά, η µηνιαία δόση θα µειωθεί στα 313 ευρώ.
Το ίδιο δάνειο µε επιτόκιο 3,20% έχει µηνιαία δόση 570 ευρώ. Αν παραταθεί η διάρκεια του δανείου κατά 15 χρόνια (στα 35 συνολικά), τότε η δόση θα µειωθεί στα 403 ευρώ τον µήνα.

Μείωση επιτοκίου και αύξηση της διάρκειας αποπληρωµής. Για δάνειο 100.000 ευρώ, µε επιτόκιο 3,2% που αποµένουν 20 χρόνια για την αποπληρωµή του, η δόση είναι 570 ευρώ τον µήνα. Αν τώρα το επιτόκιο µειωθεί στο 3% και παράλληλα αυξηθεί η διάρκεια σε 35 χρόνια, τότε για όλη την υπόλοιπη διάρκεια η νέα δόση θα είναι 391 ευρώ τον µήνα.

Καταβολή ποσοστού µειωµένης δόσης. Στην περίπτωση αυτή ο δανειολήπτης µπορεί, π.χ., για διάστηµα τριών ετών να πληρώνει χαµηλή δόση, ανάλογα µε το ύψος του τρέχοντος εισοδήµατός του. Αν οι πληρωµές γίνονται στην ώρα τους, ο δανειολήπτης επιβραβεύεται, καθώς για συγκεκριµένο διάστηµα δεν κεφαλαιοποιούνται τυχόν τόκοι που δεν καλύπτονται από το ποσό της δόσης. Για παράδειγµα, δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών, µε επιτόκιο 2,20%, έχει δόση 515 ευρώ. Καταβάλλοντας το 40% της αρχικής µηνιαίας δόσης για τρία έτη και επιµηκύνοντας τη διάρκεια αποπληρωµής του δανείου για άλλα 20 έτη (στα 40 έτη συνολικά), η µηνιαία δόση µειώνεται κατά µέσον όρο σε 128 ευρώ. Με την εµπρόθεσµη τακτοποίηση της µηνιαίας δόσης, δεν θα κεφαλαιοποιηθούν τόκοι ύψους 1.978 ευρώ, ως επιβράβευση της συνέπειας για την τήρηση των όρων της ρύθµισης. Μετά τη λήξη της περιόδου µειωµένης δόσης, η µηνιαία δόση αναπροσαρµόζεται στα 329 ευρώ.

Καταβολή µόνο τόκων για συγκεκριµένο διάστηµα. Για δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 20 ετών, µε επιτόκιο 2,20%, η µηνιαία δόση είναι 515 ευρώ. Καταβάλλοντας µόνο τόκους για δύο έτη, η µηνιαία δόση µειώνεται στα 183 ευρώ. Μετά τη 2ετία η δόση αναπροσαρµόζεται στα 561 ευρώ. Ωστόσο, σε συνδυασµό µε την παράταση της διάρκειας αποπληρωµής του δανείου για άλλα 20 έτη (στα 40 έτη συνολικά), η µηνιαία δόση µειώνεται περαιτέρω στα 324 ευρώ.

Τους τελευταίους µήνες οι τράπεζες δίνουν έµφαση στις αλά καρτ ρυθµίσεις, δηλαδή λύσεις που είναι απόλυτα προσαρµοσµένες στην οικονοµική κατάσταση του κάθε δανειολήπτη, προσφέροντας µεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωµής, χαµηλότερο επιτόκιο και «άφεση» χρέους.

∆ιαπίστωσαν λοιπόν ότι όσο πιο προσωποποιηµένη είναι η ρύθµιση τόσο καλύτερα αποδίδει, καθώς µε τις «παλαιάς γενιάς» ρυθµίσεις περισσότερα από τα µισά δάνεια ξαναγίνονταν «κόκκινα» πριν συµπληρωθεί ένας χρόνος, ενώ µε τις αλά καρτ ρυθµίσεις το ποσοστό περιορίστηκε στο 30%.