Όλες οι ρυθμίσεις δανείων και καρτών για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις • Προστασία α' κατοικίας: Νομική υποστήριξη • Ρυθμίσεις βάσει του νέου Πτωχευτικού Κώδικα - Αίτηση για ένταξη στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών • Προστασία από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς • Ρυθμίσεις οφειλών επιχειρήσεων - Εξωδικαστικός συμβιβασμός • Αναλαμβάνουμε αιτήσεις επαναπροσδιορισμού των υποθέσεων του Νόμου Κατσέλη • Εξειδικευμένοι οικονομολόγοι και νομικοί • Πληροφορίες στα τηλέφωνα: 210.3300078 - 2155509237 - 210.3300660 και 6945976642.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Τι περιλαμβάνει η ρύθμιση για την πρώτη κατοικία

Μετά από μακρές διαβουλεύσεις κατατίθεται στη Βουλή η ρύθμιση για την πρώτη κατοικία. Με αντικειμενική αξία πρώτης κατοικίας έως 175.000 ευρώ, θα παρέχεται προστασία στα επιχειρηματικά δάνεια που θα ενταχθούν στο νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, σύμφωνα με το νομοσχέδιο που έχει πάρει τον δρόμο για τη Βουλή.

Σε κάθε άλλη περίπτωση (στεγαστικά, επισκευαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, πιστωτικές κάρτες, όλα με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης στην κύρια κατοικία) η προστασία θα παρέχεται σε αντικειμενική αξία πρώτης κατοικίας στις 250.000 ευρώ.

Σε κάθε περίπτωση, το ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών, στο οποίο συνυπολογίζεται όχι μόνο το ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο αλλά και κεφαλαιοποιημένοι τόκοι και τυχόν έξοδα εκτέλεσης, τη ρύθμιση των οποίων αιτείται ο οφειλέτης, δεν θα πρέπει να είναι ανώτερο από 130.000 ευρώ ανά πιστωτή.

Τα περιουσιακά κριτήρια υπαγωγής στο νέο πλαίσιο είναι σημαντικά μειωμένα. Ειδικότερα, η ύπαρξη άλλης, πέραν της κύριας κατοικίας, ακίνητης περιουσίας ή μεταφορικών μέσων του αιτούντος δεν κωλύει την υποβολή της αίτησης παροχής προστασίας, αρκεί η αντικειμενική αξία της λοιπής ακίνητης περιουσίας και των μεταφορικών μέσων του αιτούντα, του συζύγου και των εξαρτώμενων μελών να μην υπερβαίνει το διπλάσιο της συνολικής προς ρύθμιση οφειλής και σε κάθε περίπτωση τις 80.000 ευρώ. Ο περιορισμός αυτός ισχύει μόνο αν το σύνολο των υπό ρύθμιση οφειλών είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ.

Αν υπάρχουν καταθέσεις, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή πολύτιμα μέταλλα, η συνολική αξία αυτών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις 15.000 ευρώ.

H δυνατότητα υπαγωγής στο νέο πλαίσιο προστασίας θα αφορά στις οφειλές που ήταν σε καθυστέρηση ενενήντα ημερών ήδη κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018. Η πρόβλεψη αυτής της ημερομηνίας επιδιώκει τη μη ένταξη στρατηγικών κακοπληρωτών, οι οποίοι σκόπιμα έπαυσαν να εξυπηρετούν τα δάνειά τους εν αναμονή του προτεινόμενου πλαισίου.

Τα βασικά σημεία:

  • Αναφορικά με τα εισοδηματικά κριτήρια, το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος φυσικού προσώπου, κατά το τελευταίο έτος, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα υποβολής φορολογικής δήλωσης, δεν υπερβαίνει τα 12.500 ευρώ, ενώ το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 8.500 ευρώ για το σύζυγο και κατά 5.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο μέλος και μέχρι τα τρία εξαρτώμενα μέλη.
  • Αν το σύνολο των οφειλών υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία του αιτούντα, του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών, πέραν της κύριας κατοικίας του αιτούντα, καθώς και τα μεταφορικά μέσα του αιτούντα και του συζύγου του, έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 80.000 ευρώ.
  • Οι καταθέσεις, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και τα πολύτιμα μέταλλα, σε νομίσματα ή ράβδους, του αιτούντα και του συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών έχουν συνολική αξία που δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
  • Το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου, στο οποίο συνυπολογίζονται λογιστικοποιημένοι τόκοι και, αν υπάρχουν, έξοδα εκτέλεσης κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 130.000 ευρώ ανά πιστωτή. Αν η οφειλή έχει συνομολογηθεί σε άλλο, πλην ευρώ, νόμισμα, τότε για τον καθορισμό του μέγιστου ορίου των 130.000 ευρώ λαμβάνεται υπόψη η ισοτιμία αλλοδαπού νομίσματος και ευρώ κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
  • Προϋπόθεση για να ισχύσουν τα παραπάνω είναι ο οφειλέτης να έχει χρέη τα οποία βρίσκονταν σε καθυστέρηση τουλάχιστον ενενήντα ημερών κατά την 31η Δεκεμβρίου 2018.


Financial & Law:
Ρυθμίσεις οφειλών για υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις - Προστασία από κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.
Τηλέφωνα: 210.3300078 - 215.5509237 - 210.3300660 - 6945976642
Εκδήλωση ενδιαφέροντος με υποβολή φόρμας



Οι αιτήσεις
Οι αιτήσεις θα υποβληθούν σε ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να καταθέσει πλήρη στοιχεία. Κατά την υποβολή της αίτησης ανακτώνται αυτόματα από τα πιστωτικά ιδρύματα:

α) στοιχεία αναφορικά με τις απαιτήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίες είναι επιδεκτικές ρύθμισης το οφειλόμενο ποσό ανά πιστωτή, την ημερομηνία, αναφορικά με την οποία προσδιορίζεται το ύψος της κάθε οφειλής, και τους συνοφειλέτες που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή,

β) στοιχεία αναφορικά με καταθέσεις και χρηματοπιστωτικά προϊόντα του τηρούνται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καθώς και την εκτιμώμενη αξία τους,

γ) τα στοιχεία βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων επί των ακίνητων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα που βρίσκονται στη διάθεση τους.

Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία, ο αιτών παρέχει άδεια στους συμμετέχοντες πιστωτές και στο Δημόσιο για πρόσβαση, επεξεργασία και διασταύρωση των δεδομένων του. Αν αποδεικνύεται με δημόσια έγγραφα ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι ψευδής, τότε, εφόσον η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντα, η δικαστική ή η εξώδικη ρύθμιση θεωρείται αυτοδικαίως άκυρη, ο οφειλέτης εκπίπτει όλων των δικαιωμάτων βάσει της ρύθμισης, οφείλει να καταβάλει στον πιστωτή την οφειλή που προκύπτει από την αρχική σύμβαση μειωμένη κατά τα ποσά που καταβλήθηκαν και ο θιγόμενος πιστωτής μπορεί να επισπεύσει άμεσα αναγκαστική εκτέλεση. Η εν λόγω οφειλή επιβαρύνεται με επιτόκιο 5%.

Διαδικασία συναινετικής ρύθμισης
1. Μόλις υποβληθεί οριστικά η αίτηση, η πλατφόρμα κοινοποιεί την αίτηση και τα συνοδευτικά της έγγραφα στους πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις ζητείται να ρυθμιστούν.

2. Μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση της αίτησης κάθε πιστωτής μπορεί να υποβάλλει πρόταση για ρύθμιση της απαίτησής του σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 8. Αν ο πιστωτής αρνηθεί την υποβολή πρότασης, ισχυριζόμενος ότι ο αιτών είναι μη επιλέξιμος, προσδιορίζει το λόγο της μη επιλεξιμότητας και μεταφορτώνει το σχετικό αποδεικτικό έγγραφο, αν αυτό υπάρχει.

3. Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, μπορούν να διατυπώσουν προς τον οφειλέτη μία κοινή πρόταση ή τις επιμέρους προτάσεις τους μέσω εκπροσώπου τους. Ως εκπρόσωπος ορίζεται ο εμπραγμάτως ασφαλισμένος δανειστής, ο οποίος προηγείται στην υποθηκική τάξη, και σε κάθε άλλη περίπτωση ο δανειστής με την υψηλότερη απαίτηση.

4. Μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προτάσεων των πιστωτών, ο αιτών δηλώνει ποιες από τις υποβληθείσες προτάσεις αποδέχεται και ποιες απορρίπτει. Αν η προθεσμία του παρέλθει άπρακτη, λογίζεται ότι ο αιτών απέρριψε την υποβληθείσα πρόταση ή τις υποβληθείσες προτάσεις. Η αποδοχή της πρότασης από τον αιτούντα επέχει θέση ηλεκτρονικής υπογραφής του αναρτηθέντος σχεδίου σύμβασης.

5. Με την αποδοχή μίας ή περισσότερων προτάσεων επέρχονται οι συνέπειες του άρθρου 12 ως προς τους ρυθμισμένους πιστωτές, ανεξάρτητα από τη μη ρύθμιση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.

Συνεισφορά Δημοσίου

1. Το Δημόσιο συνεισφέρει στις μηνιαίες καταβολές που προσδιορίζονται κατ’ εφαρμογή του παραπάνω άρθρου. Η συνεισφορά του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται σε ειδικό ακατάσχετο λογαριασμό με δικαιούχο τον οφειλέτη. Η συνεισφορά του Δημοσίου δεν κατάσχεται ούτε συμψηφίζεται. Για την έγκριση και καταβολή της συνεισφοράς δεν απαιτείται φορολογική ή ασφαλιστική ενημερότητα του οφειλέτη.

2. Για να συνεισφέρει το Δημόσιο, πρέπει να ρυθμιστούν, συναινετικά ή δικαστικά, όλες οι οφειλές που είναι επιδεκτικές ρύθμισης κατά τις παρ. 2 έως 6 του άρθρου 1 και το συμφωνηθέν σχέδιο ρύθμισης να είναι σύμφωνο με το άρθρο 8.

3. Η συνεισφορά του Δημοσίου διαρκεί για όσο χρόνο διαρκεί η ρύθμιση. Οι προϋποθέσεις και το ποσό της συνεισφοράς του Δημοσίου επανεξετάζονται αυτεπαγγέλτως κάθε έτος. Ο δικαιούχος μπορεί μετά την παρέλευση ενός έτους από τον αρχικό προσδιορισμό ή την τελευταία αναπροσαρμογή της συνεισφοράς να ζητήσει μεταρρύθμιση του ποσοστού συνεισφοράς, αν εξαιτίας μεταβολής των εισοδημάτων του, των εύλογων δαπανών διαβίωσης ή του επιτοκίου αναφοράς προκύπτει αδυναμία του να καταβάλει τη δική του συνεισφορά. Ως προς το περιεχόμενο και τον τρόπο υποβολής της αίτησης του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 5. Μέχρι την αποδοχή της αίτησης για αναπροσαρμογή της συνεισφοράς ο οφειλέτης οφείλει να συνεχίζει να καταβάλλει το ποσό που τον βαρύνει σύμφωνα με την προηγούμενη απόφαση περί συνεισφοράς. Η αναπροσαρμογή της συνεισφοράς δεν επηρεάζει τη μηνιαία δόση που λαμβάνουν οι πιστωτές κατά το άρθρο 8.

4. Η συνεισφορά του Δημοσίου διακόπτεται, αν ο δικαιούχος καθυστερήσει την καταβολή του ποσού που βαρύνει τον ίδιο. Αν ο δικαιούχος δεν καταβάλει εγκαίρως το ποσό που βαρύνει τον ίδιο, ο θιγόμενος πιστωτής υποχρεούται να ενημερώσει, εγγράφως ή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τη θεμελίωση των δικαιωμάτων του άρθρου 13, το όργανο που είναι αρμόδιο να αποφασίζει για τη συνεισφορά του Δημοσίου. Αν ο πιστωτής παραλείψει την ενημέρωση του προηγούμενου εδαφίου και ασκηθούν από τον πιστωτή τα δικαιώματα του άρθρου 13, τότε ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει στο Δημόσιο με το νόμιμο τόκο της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) τα ποσά που αυτό κατέβαλε από το χρόνο κατά τον οποίο ο πιστωτής όφειλε να είχε ενημερώσει το Δημόσιο.

5. Καθυστέρηση του Δημοσίου να καταβάλλει την εγκριθείσα συνεισφορά μπορεί να οδηγήσει σε έκπτωση του αιτούντα κατά το άρθρο 13, μόνο εφόσον το συνολικό ύψος του ποσού σε καθυστέρηση υπερβαίνει αθροιστικά την αξία εννέα μηνιαίων δόσεων συνεισφοράς και ο πιστωτής έχει ενημερώσει τον οφειλέτη ως προς την υπερημερία του Δημοσίου το αργότερο έως τον έκτο μήνα υπερημερίας.

Δικαστική ρύθμιση

1. Φυσικό πρόσωπο, που υπέβαλε οριστικά την αίτηση του άρθρου 5 κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 6, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την προστασία της κύριας κατοικίας του με τους όρους του άρθρου 8, αν δεν κρίθηκε επιλέξιμος ή αν, ενώ κρίθηκε επιλέξιμος, για οποιονδήποτε λόγο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία με έναν ή περισσότερους από τους πιστωτές.

2. Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο του τόπου, στο οποίο βρίσκεται η κύρια κατοικία του αιτούντα.

3. Το δικαστήριο δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα μέσα σε έξι μήνες από την κατάθεσή της, ακόμα και καθ’ υπέρβαση του προβλεπόμενου αριθμού οριζόμενων υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως αυτός καθορίζεται από τον Κανονισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας του οικείου Ειρηνοδικείου. Η απόφαση εκδίδεται μέσα σε τρεις μήνες από τη συζήτηση.